- χέρσος
- (I)ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Αη στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ.γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ», Ευρ.δ. «κῡμα... χέρσῳ ῥηγνύμενον... βρέμει», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) χέρσῳπάνω στην ξηρά ή διά ξηράς2. φρ. «ἀφανὴς χέρσος» — το βασίλειο τού Άδη (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χέρσος ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *gher(s)- «παγώνω, γίνομαι σκληρός, φρίττω» (πρβλ. αρχ. ινδ. harsate «σκληραίνω, ορθώνομαι», λατ. horreo «φρίττω», hirsutus «ξηρός, τραχύς», βλ. και λ. χήρ). Η σύνδεση τής λ. με τους τ. ξερόν*, ξηρός*, σχερός* δεν θεωρείται πιθανή].————————(II)-α, -ο / χέρσος, -ον, ΝΜΑ, και λόγ. τ. θηλ. -ος Ν, πιθ. τ. θηλ. -η ή -α Α1. (για τόπο) ακαλλιέργητος, αυτός που δεν έχει καλλιεργηθεί ή ο άγονος, που δεν μπορεί να καλλιεργηθεί (α. «χέρσο χωράφι» β. «χέρσου τῆς γῆς ἀφειμένης», Δίον. Αλ.γ. «στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος», Σοφ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε ηπειρωτική περιοχή, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα ή προς τα νησιά (α. «η Γερουσία τής Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» β. «Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον», Πολυδ.γ. «Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις χέρσους τε παράλους», Ευρ.)αρχ.1. ξηρός, αποξηραμένος (α. «τῆς δὲ νῡν χέρσου τῆς ἀμπέλου», πάπ.β. «χέρσος λιμήν», Ανθ. Παλ.)2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έκανε παιδιά, άγονη, στείρα, στέρφα3. (με γεν.) στερημένος από κάτι, κενός, άδειος («πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων», Ευρ.)4. το θηλ. ως ουσ. ἡ χέρσοςακαλλιέργητος τόπος5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χέρσαέρημα μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χέρσος ως επίθ. (βλ. ουσ. χέρσος)].
Dictionary of Greek. 2013.